- σίρον
- τὸ, και σίρος, ὁ, Α(κατά τον Γαλ.) «θεῑον ἄπυρον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίρον — neut nom/voc/acc sg σίρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιρόν — σιρός pit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίρα — σίρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίρος — ὁ, Α βλ. σίρον … Dictionary of Greek
Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… … Dictionary of Greek